- κοσμογυριστής
- οαυτός που ταξιδεύει σε πολλά μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + γυριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… … Dictionary of Greek
περάτης — περάτης, ο και περατής, ο 1. διαβάτης, περιπατητής, κοσμογυριστής: Είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου; (Παλαμάς). 2. ξύλινος μοχλός από τον ένα στον άλλο τοίχο που ασφαλίζει την πόρτα εσωτερικά, αλλιώς αμπάρα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)